Κλάιντ

Κλάιντ
(Clyde). Ποταμός (160 χλμ.) της Σκοτίας. Πηγάζει από τα όρη Λόουδερ, στην κομητεία Νότιο Λάναρκσερ. Διασχίζει τη Γλασκόβη και κοντά στην πόλη Ντάμπαρτον σχηματίζει τον ποταμόκολπο Φερθ οφ Κ., που έχει μήκος 100 χλμ. Ο κάτω ρους του ποταμού αποτελεί μία σημαντική υδάτινη αρτηρία, που επικοινωνεί μέσω της διώρυγας Φορθ εντ Κ. με τον ποταμό Φορθ, ο οποίος εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα. Ο ποταμός αποστραγγίζει μια αγροτική περιοχή συνολικής έκτασης 3.835 τ. χλμ. Στην κοιλάδα του άνω ρου του, που είναι γνωστή για την εκτροφή των περίφημων αλόγων Κλαϊντσντέιλ, καλλιεργούνται διάφορα οπωρολαχανικά, ενώ στην κοιλάδα του κάτω ρου του είναι συγκεντρωμένες βαριές βιομηχανίες και αξιόλογα ανθρακωρυχεία. Κοντά στην πόλη Λάρνακ ο ποταμός σχηματίζει τους γραφικούς καταρράκτες του Κ., που παρέχουν υδροηλεκτρική ενέργεια. Δυτικά της Γλασκόβης, πάνω στον ποταμό Κ. και στην περιοχή Κλαϊντσάιντ είναι εγκατεστημένα μεγάλα ναυπηγεία, που καλύπτουν περίπου το 1/3 των ναυπηγήσεων της Μεγάλης Βρετανίας. Ναυπηγείο στην περιοχή Κλαϊντσάιντ στο ποταμό Κλάιντ (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γλασκόβη — (Glasgow).Πόλη (578.710 κάτ. το 2001) της Σκοτίας. Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Κλάιντ, 35 χλμ. από τις εκβολές του. Η πόλη αποτελεί το κέντρο της διοικητικής περιφέρειας Γκλάσκοου Σίτι (Glasgow City). Μαζί με τα βιομηχανικά της προάστια …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • Καληδονία — Αρχαία ονομασία της Σκοτίας και ειδικά του τμήματος εκείνου που βρίσκεται στα Β του στενού λαιμού που σχηματίζει ο κόλπος Φορθ στα Α και ο κόλπος Κλάιντ στα Δ. Η περιοχή αυτή, εκτεταμένη και ορεινή, αντιστάθηκε σθεναρά στις επεκτατικές… …   Dictionary of Greek

  • Κάμπελ, Κόλιν — I (Sir Colin Campbell, 1792 – 1863). Άγγλος στρατηγός. Πήρε μέρος στον πόλεμο της Αμερικής του 1814 και διακρίθηκε το 1842 ως διοικητής συντάγματος στον πόλεμο εναντίον της Κίνας. Στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου ηγήθηκε της μεραρχίας Σκοτσέζων …   Dictionary of Greek

  • Κίτον, Μπάστερ — (Buster Κeaton, Κάνσας 1895 – Χόλιγουντ 1966). Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Οι γονείς του ήταν ηθοποιοί του ψυχαγωγικού θεάτρου. Ο ίδιος, ενώ εργαζόταν σε ένα θέαμα βαριετέ, έπεσε στην προσοχή του κωμικού Φάτι Άρμπακλ, ο …   Dictionary of Greek

  • Λάναρκ — Κωμόπολη (8.877 κάτ.) της Σκοτίας, στην περιφέρεια του Νοτίου Λαναρκσάιρ (307.400 κάτ. το 2001). Το Λ. βρίσκεται 40 χλμ. ΝΑ της Γλασκόβης, στον ποταμό Κλάιντ. Αποτελεί εμπορικό κέντρο και έδρα ορισμένων από τις καλύτερα ανεπτυγμένες αγροικίες του …   Dictionary of Greek

  • Μπίτι, Γουόρεν — (Warren Beatty, Ρίτσμοντ 1937 –). Αμερικανός ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους χαρισματικούς ερμηνευτές της γενιάς του στον κινηματογράφο θεωρείται ανακάλυψη του Ελίας Καζάν. Αυτοδίδακτος, πέρασε σαν… …   Dictionary of Greek

  • Νταναγουέι, Φέι — (Faye Dunaway, Φλόριντα 1941 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Πολύ όμορφη και εκφραστική πρωταγωνίστρια του θεάτρου, της μικρής και της μεγάλης οθόνης για σχεδόν τρεις δεκαετίες, που διακρίθηκε για το ταλέντο της και την ικανότητά της να μεταβάλλεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”